μονοπόδαρος

μονοπόδαρος
η , ο одноногий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μονοπόδαρος" в других словарях:

  • μονοπόδαρος — η, ο (Μ μονοπόδαρος, ή, ο[ν]) αυτός που έχει απομείνει με ένα πόδι, ο ανάπηρος κατά το ένα πόδι νεοελλ. (για έπιπλα) αυτός που στηρίζεται σε ένα μόνο πόδι είτε λόγω φθοράς τών άλλων είτε λόγω κατασκευής μσν. αυτός που στέκεται όρθιος με το ένα… …   Dictionary of Greek

  • ενίπους — ἐνίπους ( οδός), ουν (Α) αυτός που έχει ένα πόδι, ο μονοπόδαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εις, ενός + πους] …   Dictionary of Greek

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • μονοποδαρία — μονοποδαρία, ἡ (Μ) [μονοπόδαρος] αιρετική ιουδαϊκή ιεροπραξία, κατά την οποία οι οπαδοί τής αίρεσης στέκονταν όρθιοι στο ένα πόδι …   Dictionary of Greek

  • μονοστόρθυγξ — μονοστόρθυγξ, υγγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί από ένα μόνο στέλεχος, με ένα πόδι, μονοπόδαρος («τῷδε μονοστόρθυγγι Πριήπῳ, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + στόρθυγξ «άκρο»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»